ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμβίωσῐς αἱ συμβιώσεις
      γενική τῆς συμβιώσεως τῶν συμβιώσεων
      δοτική τῇ συμβιώσει ταῖς συμβιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμβίωσῐν τὰς συμβιώσεις
     κλητική ! συμβίωσῐ συμβιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβιώσει
γεν-δοτ τοῖν  συμβιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμβιῶ (κλίση συμβιόω) + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + βίωσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβίωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. συμβίωση
  2. αδελφότητα

Συγγενικά

επεξεργασία