βίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βίωσῐς | αἱ | βιώσεις | ||||
γενική | τῆς | βιώσεως | τῶν | βιώσεων | ||||
δοτική | τῇ | βιώσει | ταῖς | βιώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | βίωσῐν | τὰς | βιώσεις | ||||
κλητική ὦ! | βίωσῐ | βιώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βιωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βίωσις, (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βι(ῶ) / βιόω + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βίωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίωσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) τρόπος ζωής
Πηγές
επεξεργασία- βίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.