ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βίωσῐς αἱ βιώσεις
      γενική τῆς βιώσεως τῶν βιώσεων
      δοτική τῇ βιώσει ταῖς βιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βίωσῐν τὰς βιώσεις
     κλητική ! βίωσῐ βιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιώσει
γεν-δοτ τοῖν  βιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βίωσις, (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βι(ῶ) / βιόω + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βίωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βίωσις, -εως θηλυκό