Δείτε επίσης: σκάλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκάλα οι Σκάλες
      γενική της Σκάλας
    αιτιατική τη Σκάλα τις Σκάλες
     κλητική Σκάλα Σκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. Σκάλα < σκάλα (με την έννοια της αποβάθρας)
  2. Σκάλα < ιταλική Teatro alla Scala ή, απλά, la Scala

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈska.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκά‐λα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκάλα θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. Σκάλα του Μιλάνο, διάσημη αίθουσα για όπερες

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία