Δείτε επίσης: σκάλα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκάλα οι Σκάλες
      γενική της Σκάλας
    αιτιατική τη Σκάλα τις Σκάλες
     κλητική Σκάλα Σκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. Σκάλα < σκάλα (με την έννοια της αποβάθρας)
  2. Σκάλα < ιταλική Teatro alla Scala ή, απλά, la Scala

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκάλα θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. Σκάλα του Μιλάνο, διάσημη αίθουσα για όπερες

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία