Σκαλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκα‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣκαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Σκαλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Σκάλα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Σκάλα
- σκαλιώτικος
- Σκαλιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σκαλιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκαλιώτης | οι | Σκαλιώτηδες |
γενική | του | Σκαλιώτη* | των | Σκαλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σκαλιώτη | τους | Σκαλιώτηδες |
κλητική | Σκαλιώτη | Σκαλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σκαλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σκαλιώτης < πατριδωνυμικό Σκαλιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Σκαλιώτη ή Σκαλιώτου)