Σκαλιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκα‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκαλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σκαλιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- σκαλιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Σκάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκαλιώτης
Σκαλιώτισσα
|