πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκαλιώτισσα οι Σκαλιώτισσες
      γενική της Σκαλιώτισσας των Σκαλιωτισσών
    αιτιατική τη Σκαλιώτισσα τις Σκαλιώτισσες
     κλητική Σκαλιώτισσα Σκαλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Σκαλιώτισσα < Σκαλιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
ΔΦΑ : /skaˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκαλιώτισσα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκαλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκαλιώτης