Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαλίτσα οι σκαλίτσες
      γενική της σκαλίτσας των σκαλιτσών
    αιτιατική τη σκαλίτσα τις σκαλίτσες
     κλητική σκαλίτσα σκαλίτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαλίτσα < σκάλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαλίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκάλα