σκαλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαλίτσα < σκάλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαλίτσα θηλυκό
- μικρή σκάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκάλα
σκαλίτσα
|