ενικός         πληθυντικός  
ladder ladders

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ladder (en)

  1. η σκάλα
      The ladder is not steady enough.
    Η σκάλα δεν είναι αρκετά σταθερή.
  2. (βρετανικά αγγλικά) ο πόντος κάλτσας, καλτσόν κλπ.
      All my stockings have got ladders.
    Όλες μου οι κάλτσες μου είναι με φευγάτους πόντους.
     συνώνυμα: run (αμερικανικά αγγλικά)