perron
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
perron < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική perron
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
perron (en)
ΠηγέςΕπεξεργασία
perron στο lexico.com του πανεπιστημίου της Οξφόρδης
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
perron < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική perron < pierre (< λατινική petra < αρχαία ελληνική πέτρα) + -on
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
perron (fr)
- σκάλες προς μία πλατφόρμα
ΠηγέςΕπεξεργασία
- perron στο CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé