ενικός         πληθυντικός  
interval intervals

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

interval (en)

  1. το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
    ⮡  They were all arranged at intervals of one meter.
    Ήταν όλα τακτοποιημένα κατά διαστήματα ενός μέτρου.
    ⮡  I am filling the intervals between the stones with cement.
    Γεμίζω τα διάκενα στις πέτρες με τσιμέντο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη space
  2. το διάστημα, η χρονική απόσταση
    ⮡  within an interval of five minutes - μέσα σε διάστημα πέντε λεπτών
    ⮡  after an interval of ten years - ύστερα από διάστημα δέκα χρόνων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη period
  3. (βρετανική σημασία) το διάλειμμα στο θέατρο
    ⮡  The first interval lasts 15 minutes.
    Το πρώτο διάλειμμα διαρκεί 15 λεπτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause

Εκφράσεις

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
interval intervals

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

interval (fr) αρσενικό

  1. διάστημα, διάκενο