Ετυμολογία

επεξεργασία
letup < let up

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

letup (en) (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό)

  • η ανάσα
    ⮡  He has been working since the morning without a letup.
    Δουλεύει από το πρωί χωρίς ανάσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause

Άλλες μορφές

επεξεργασία