letup
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- letup < let up
Ουσιαστικό
επεξεργασίαletup (en) (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό)
- η ανάσα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- letup - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 56. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάσα