let up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | let up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets up |
αόριστος | let up |
παθητική μετοχή | let up |
ενεργητική μετοχή | letting up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- let up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 465, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοπάζω, πέφτω