Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας let up
γ΄ ενικό ενεστώτα lets up
αόριστος let up
παθητική μετοχή let up
ενεργητική μετοχή letting up

  Ετυμολογία επεξεργασία

let up < → δείτε τις λέξεις let και up

  Ρήμα επεξεργασία

let up (en) (ανεπίσημο)

  Πηγές επεξεργασία