ενεστώτας let up
γ΄ ενικό ενεστώτα lets up
αόριστος let up
παθητική μετοχή let up
ενεργητική μετοχή letting up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
let up < → δείτε τις λέξεις let και up

let up (en) (ανεπίσημο)

  • κοπάζω, πέφτω
    ⮡  When his anger let up
    Όταν κόπασε ο θυμός του…
    ⮡  The storm let up.
    Η θύελλα έπεσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate