stopping
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stopping | stoppings |
stopping (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαstopping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του stop
ενικός | πληθυντικός |
stopping | stoppings |
stopping (en)
stopping (en)