μονόδους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μονοδοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | μονόδους | οἱ/αἱ | μονόδοντες | |
γενική | τοῦ/τῆς | μονόδοντος | τῶν | μονοδόντων | |
δοτική | τῷ/τῇ | μονόδοντῐ | τοῖς/ταῖς | μονόδουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | μονόδοντᾰ | τοὺς/τὰς | μονόδοντᾰς | |
κλητική ὦ! | μονόδους | μονόδοντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονόδοντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μονοδόντοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κυνόδους' όπως «κυνόδους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονόδους, -οντος αρσενικό ή θηλυκό & ως επίθετο
- μονόδοντος, μονοδόντης, που έχει μόνο ένα δόντι
Πηγές
επεξεργασία- μονόδους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μονόδους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.