Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνηγετέω < κυνηγέτης

  Ρήμα επεξεργασία

κυνηγετέω

  1. κυνηγάω
  2. κατατρύχω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία