Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνηγέτης οἱ κυνηγέται
      γενική τοῦ κυνηγέτου τῶν κυνηγετῶν
      δοτική τῷ κυνηγέτ τοῖς κυνηγέταις
    αιτιατική τὸν κυνηγέτην τοὺς κυνηγέτᾱς
     κλητική ! κυνηγέτ κυνηγέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνηγέτ
γεν-δοτ τοῖν  κυνηγέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνηγέτης < Μορφολογικά[1] αναλύεται σε κύων, κυν- όπως στη γενική κυν(ός) + -ηγέτης (< ἄγω, → δείτε τη λέξη ἡγέτης) Δείτε και κυνηγέω, κυνηγεσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυνηγέτης αρσενικό (θηλυκό κυνηγέτις)

  1. κυνηγός, αυτός που κυνηγάει
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1174
    ἅπαντ᾽ ἐρευνῶν τοῖχον ὡς κυνηγέτης
    ※  6ος↑ αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Σῦς ἄγριος καὶ ἵππος καὶ κυνηγέτης
    Το αγριογούρουνο, το (άγριο) άλογο και ο κυνηγός
  2. (μεταφορικά) που κυνηγάει, επιζητεί κάτι (όπως ένα έπαθλο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κυνηγός, κυναγός

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κύων - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία