κυνηγέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κυνηγέτης | οἱ | κυνηγέται |
γενική | τοῦ | κυνηγέτου | τῶν | κυνηγετῶν |
δοτική | τῷ | κυνηγέτῃ | τοῖς | κυνηγέταις |
αιτιατική | τὸν | κυνηγέτην | τοὺς | κυνηγέτᾱς |
κλητική ὦ! | κυνηγέτᾰ | κυνηγέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνηγέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνηγέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυνηγέτης < Μορφολογικά[1] αναλύεται σε κύων, κυν- όπως στη γενική κυν(ός) + -ηγέτης (< ἄγω, → δείτε τη λέξη ἡγέτης) Δείτε και κυνηγέω, κυνηγεσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυνηγέτης αρσενικό (θηλυκό κυνηγέτις)
- κυνηγός, αυτός που κυνηγάει
- (μεταφορικά) που κυνηγάει, επιζητεί κάτι (όπως ένα έπαθλο)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος : αρσενικό κυναγέτας / θηλυκό κυναγέτις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κυνηγός, κυναγός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κύων - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κυνηγέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνηγέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.