Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατατρύχω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατατρύχω
<
αρχαία ελληνική
κατατρύχω
Ρήμα
επεξεργασία
κατατρύχω
κάνω κάποιον να υποφέρει,
βασανίζω
,
ταλαιπωρώ
υπερβολικά κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία
κατατρύχομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατρύχω
γαλλικά
:
tourmenter
(fr)