Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κύντερος κυντέρ τὸ κύντερον
      γενική τοῦ κυντέρου τῆς κυντέρᾱς τοῦ κυντέρου
      δοτική τῷ κυντέρ τῇ κυντέρ τῷ κυντέρ
    αιτιατική τὸν κύντερον τὴν κυντέρᾱν τὸ κύντερον
     κλητική ! κύντερε κυντέρ κύντερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κύντεροι αἱ κύντεραι τὰ κύντερ
      γενική τῶν κυντέρων τῶν κυντέρων τῶν κυντέρων
      δοτική τοῖς κυντέροις ταῖς κυντέραις τοῖς κυντέροις
    αιτιατική τοὺς κυντέρους τὰς κυντέρᾱς τὰ κύντερ
     κλητική ! κύντεροι κύντεραι κύντερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυντέρω τὼ κυντέρ τὼ κυντέρω
      γεν-δοτ τοῖν κυντέροιν τοῖν κυντέραιν τοῖν κυντέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύντερος < συγκριτικός βαθμός επιθέτου που σχηματίστηκε από τη λέξη κύων

  Επίθετο επεξεργασία

κύντερος, -α, -ον, συγκριτικός:κυντερώτερος

  • περισσότερο όμοιος με σκύλο, αναιδέστερος, θρασύτερος, απεχθέστερος, πιο φρικτός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 427 (427-430)
    ὣς οὐκ αἰνότερον καὶ κύντερον ἄλλο γυναικὸς | ἥ τις δὴ τοιαῦτα μετὰ φρεσὶν ἔργα βάληται· | οἷον δὴ καὶ κείνη ἐμήσατο ἔργον ἀεικές, | κουριδίῳ τεύξασα πόσει φόνον.
    Ω ναι, στον κόσμο τίποτε δεν είναι πιο σκληρό κι απάνθρωπο απ᾽ τη γυναίκα | που έβαλε μες στο μυαλό της τέτοιες πράξεις, | όπως αυτή, που το μελέτησε το ανόσιο έργο, | σφάζοντας άντρα που τη στεφανώθηκε.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 216 (215-218)
    ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ· | οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο | ἔπλετο, ἥ τ᾽ ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ | καὶ μάλα τειρόμενον καὶ ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
    Αλλά ζητώ την άδειά σας τώρα να δειπνήσω, παρά τη μαύρη πίκρα που με τρώει· | πράγμα δεν ξέρω αναιδέστερο στον κόσμο απ᾽ την καταραμένη αυτήν κοιλιά — | αυτή προστάζει στον καθένα να θυμηθεί το φαγητό, | κι αν είναι ακόμη συντριμμένος, ας έχει πένθος στην ψυχή του.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 390d
    Ἀλλ᾽ εἴ πού τινες, ἦν δ᾽ ἐγώ, καρτερίαι πρὸς ἅπαντα καὶ λέγονται καὶ πράττονται ὑπὸ ἐλλογίμων ἀνδρῶν, θεατέον τε καὶ ἀκουστέον, οἷον καὶ τὸ—
    στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ·
    τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης.
    Μα όπου μας παρουσιάζονται παραδείγματα καρτερίας είτε στους λόγους είτε στις πράξεις γενναίων αντρών, τότε βέβαια και να τους θαυμάζομε και να τους ακούομε πρέπει, καθώς παραδείγματος χάριν το
    Και χτύπησε το στήθος του κι έτσ᾽ είπε της καρδιάς του·
    βάστα, καημένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερά ειδες.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κύων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • κύντατος: υπερθετικός βαθμός επιθέτου που σχηματίστηκε από τη λέξη κύων

  Πηγές επεξεργασία