hound
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhound (en)
- o σκύλος
- το κυνηγόσκυλο
Ρήμα
επεξεργασίαhound (en)
- ζητώ με εμμονή κάτι από κάποιον, επιμένω ενοχλητικά, κυνηγώ
- quit hounding her to go out with you, she's not interested
- the paparazzi hounded the newlywed celebrity couple wherever they went