ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυνιδεύς οἱ κυνιδεῖς
      γενική τοῦ κυνιδέως τῶν κυνιδέων
      δοτική τῷ κυνιδεῖ τοῖς κυνιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κυνιδέ τοὺς κυνιδέᾱς
     κλητική ! κυνιδεῦ κυνιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  κυνιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυνιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κυν(ός) + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυνιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)