σκυλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκυλάκι | τα | σκυλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκυλάκι | τα | σκυλάκια |
κλητική | σκυλάκι | σκυλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκυλάκι < υποκοριστικό του σκύλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκυλάκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) σκύλος μικρός σε ηλικία ή σε σωματική διάπλαση
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος χαϊδευτικά
- (βοτανική, λουλούδι) είδος καλλωπιστικού φυτού (Antirrhinum majus) του οποίου το άνθος θυμίζει ανοικτό στόμα σκύλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρός σκύλος
είδος καλλωπιστικού φυτού