ἑλώριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἑλώριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἑλώριον ουδέτερο
- (για άταφα πτώματα) λάφυρο, λεία, αρπαγή, βορά
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 4 (στίχοι 4-5)
- αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν | οἰωνοῖσί τε πᾶσι,
- κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων | και των ορνέων
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν | οἰωνοῖσί τε πᾶσι,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 4 (στίχοι 4-5)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἑλώριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑλώριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.