Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἕλωρ τὰ ἕλωρα
      γενική
      δοτική
    αιτιατική τὸ ἕλωρ
     κλητική !
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «Ελλειπτικά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἕλωρ < θέμα ἑλ- (όπως ἑλεῖν, αοριστικό θέμα του αἱρέω) + -ωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἕλωρ ουδέτερο, επικός τύπος  (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  1. (για άταφα πτώματα) λάφυρο, λεία, αρπαγή, βορά
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 151 (στίχοι 150-151)
    ἐπεὶ Σαρπηδόν᾽ ἅμα ξεῖνον καὶ ἑταῖρον | κάλλιπες Ἀργείοισιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι,
    αφού ξένον και σύντροφον, τον μέγαν Σαρπηδόνα | να γίνει αφήκες άρπαγμα στα πλήθη των Αργείων;
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 829-830
    καὶ μὴ πρὸς ἐχθρῶν του κατοπτευθεὶς πάρος | ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ᾽ ἕλωρ.
    να μην προλάβουν οι εχθροί και μείνω απορριγμένος, | λεία στα λαίμαργα σκυλιά και στα κοράκια.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
  2. (στον πληθυντικό ἔλωρα ) φόνος, θάνατος
    δείτε το παράθεμα για το Πατρόκλοιο ἔλωρα

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία