poursuivi
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poursuivi | poursuivis |
θηλυκό | poursuivie | poursuivies |
poursuivi (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poursuivi | poursuivis |
θηλυκό | poursuivie | poursuivies |
poursuivi (fr)