επιδιωκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδιωκόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επιδώκομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεπιδιωκόμενος, -η, -ο (θηλ.:επιδιωκόμενη και επιδιωκομένη)
- ο στόχος τον οποίο κάποιος ή κάποιοι επιδιώκουν να επιτύχουν (η μετοχή χρησιμοποιείται για αφηρημένες έννοιες)
- Στις εκλογές του Μαϊου του 2012 στάθηκε αδύνατο τα δύο -μεγάλα εως τότε- κόμματα,να εκμαιεύσουν από τον ελληνικό λαό την επιδιωκόμενη απόλυτη πλειοψηφία