visé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- visé < viser
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
visé | visés |
visé (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαvisé (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος viser, επιδιωκόμενος, σημαδεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη viser