στόχευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στόχευση | οι | στοχεύσεις |
γενική | της | στόχευσης* | των | στοχεύσεων |
αιτιατική | τη | στόχευση | τις | στοχεύσεις |
κλητική | στόχευση | στοχεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοχεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στόχευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστόχευση θηλυκό