Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόχαστρο τα στόχαστρα
      γενική του στόχαστρου
στοχάστρου
των στόχαστρων
στοχάστρων
    αιτιατική το στόχαστρο τα στόχαστρα
     κλητική στόχαστρο στόχαστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στόχαστρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στόχαστρο ουδέτερο

  1. οπτικό όργανο σε πυροβόλο όπλο για στόχευση ακριβείας
  2. (μεταφορικά)
    στο στόχαστρο της δικαιοσύνης οι οικονομικές ατασθαλίες στο Δημόσιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία