viseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαviseur < viseor, ανιχνευτής < viser
Ουσιαστικό
επεξεργασίαviseur (fr) αρσενικό
- (σπάνιο) αυτός που σημαδεύει
- στόχαστρο, σταυρόνημα, σκόπευτρο
- le viseur d'un fusil : το στόχαστρο ενός όπλου
- (αστρονομία) μικρό τηλεσκόπιο που χρησιμεύει στη γρήγορη ανίχνευση ενός αντικείμενου
- μάτι, βιζέρ, είναι ο προσοφθάλμιος φακός μιας κάμερας ή μιας φωτογραφικής μηχανής
- il a braqué le viseur de son appareil photo sur elle pendant toute la soirée : κόλλησε το βιζέρ της φωτογραφικής του πάνω της όλη τη βραδιά