Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκόπευτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκόπευτρ
ο
τα
σκόπευτρ
α
γενική
του
σκόπευτρ
ου
των
σκόπευτρ
ων
αιτιατική
το
σκόπευτρ
ο
τα
σκόπευτρ
α
κλητική
σκόπευτρ
ο
σκόπευτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκόπευτρο
<
σκοπεύω
+
-τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκόπευτρο
ουδέτερο
εξάρτημα
,
όργανο
ή
μηχανισμός
σε
όπλα
και
οπτικά
όργανα
που βοηθάει στη
σκόπευση
Συνώνυμα
επεξεργασία
στόχαστρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκόπευτρο
αγγλικά
:
sight
(en)
,
scope
(en)
γαλλικά
:
viseur
(fr)
πολωνικά
:
celownik
(pl)