ενικός         πληθυντικός  
visée visées

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

visée (fr) θηλυκό

  1. η σκόπευση
    il stabilise sa visée et tire - σταθεροποιεί τη σκόπευσή του και πυροβολεί
  2. η βλέψη
    des visées ambitieuses - φιλόδοξες βλέψεις
    de hautes visées - υψηλές βλέψεις

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη viser