visée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
visée | visées |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvisée (fr) θηλυκό
- η σκόπευση
- il stabilise sa visée et tire - σταθεροποιεί τη σκόπευσή του και πυροβολεί
- η βλέψη
- des visées ambitieuses - φιλόδοξες βλέψεις
- de hautes visées - υψηλές βλέψεις
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη viser