Ετυμολογία

επεξεργασία

αγρεύω, αόρ.: άγρευσα, παθ.φωνή: αγρεύομαι, π.αόρ.: αγρεύθηκα, μτχ.π.π.: αγρευμένος

  1. κυνηγώ
  2. (μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον να πέσει σε παγίδα, να έρθει προς εκμετάλλευση μου
  3. ψάχνω επίμονα

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη άγρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία