αγρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγρεύω < αρχαία ελληνική ἀγρεύω < ἄγρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɣɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααγρεύω, αόρ.: άγρευσα, παθ.φωνή: αγρεύομαι, π.αόρ.: αγρεύθηκα, μτχ.π.π.: αγρευμένος
- κυνηγώ
- (μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον να πέσει σε παγίδα, να έρθει προς εκμετάλλευση μου
- ψάχνω επίμονα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγρεύω | άγρευα | θα αγρεύω | να αγρεύω | αγρεύοντας | |
β' ενικ. | αγρεύεις | άγρευες | θα αγρεύεις | να αγρεύεις | άγρευε | |
γ' ενικ. | αγρεύει | άγρευε | θα αγρεύει | να αγρεύει | ||
α' πληθ. | αγρεύουμε | αγρεύαμε | θα αγρεύουμε | να αγρεύουμε | ||
β' πληθ. | αγρεύετε | αγρεύατε | θα αγρεύετε | να αγρεύετε | αγρεύετε | |
γ' πληθ. | αγρεύουν(ε) | άγρευαν αγρεύαν(ε) |
θα αγρεύουν(ε) | να αγρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άγρευσα | θα αγρεύσω | να αγρεύσω | αγρεύσει | ||
β' ενικ. | άγρευσες | θα αγρεύσεις | να αγρεύσεις | άγρευσε | ||
γ' ενικ. | άγρευσε | θα αγρεύσει | να αγρεύσει | |||
α' πληθ. | αγρεύσαμε | θα αγρεύσουμε | να αγρεύσουμε | |||
β' πληθ. | αγρεύσατε | θα αγρεύσετε | να αγρεύσετε | αγρεύστε | ||
γ' πληθ. | άγρευσαν αγρεύσαν(ε) |
θα αγρεύσουν(ε) | να αγρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγρεύσει | είχα αγρεύσει | θα έχω αγρεύσει | να έχω αγρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγρεύσει | είχες αγρεύσει | θα έχεις αγρεύσει | να έχεις αγρεύσει | έχε αγρευμένο | |
γ' ενικ. | έχει αγρεύσει | είχε αγρεύσει | θα έχει αγρεύσει | να έχει αγρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγρεύσει | είχαμε αγρεύσει | θα έχουμε αγρεύσει | να έχουμε αγρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγρεύσει | είχατε αγρεύσει | θα έχετε αγρεύσει | να έχετε αγρεύσει | έχετε αγρευμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αγρεύσει | είχαν αγρεύσει | θα έχουν αγρεύσει | να έχουν αγρεύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγρευμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγρευμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγρευμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγρευμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγρεύομαι | αγρευόμουν(α) | θα αγρεύομαι | να αγρεύομαι | ||
β' ενικ. | αγρεύεσαι | αγρευόσουν(α) | θα αγρεύεσαι | να αγρεύεσαι | αγρεύσου | |
γ' ενικ. | αγρεύεται | αγρευόταν(ε) | θα αγρεύεται | να αγρεύεται | ||
α' πληθ. | αγρευόμαστε | αγρευόμαστε αγρευόμασταν |
θα αγρευόμαστε | να αγρευόμαστε | ||
β' πληθ. | αγρεύεστε | αγρευόσαστε αγρευόσασταν |
θα αγρεύεστε | να αγρεύεστε | αγρεύσεστε | |
γ' πληθ. | αγρεύονται | αγρεύονταν αγρευόντουσαν |
θα αγρεύονται | να αγρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγρεύθηκα | θα αγρευθώ | να αγρευθώ | αγρευθεί | ||
β' ενικ. | αγρεύθηκες | θα αγρευθείς | να αγρευθείς | αγρεύψου | ||
γ' ενικ. | αγρεύθηκε | θα αγρευθεί | να αγρευθεί | |||
α' πληθ. | αγρευθήκαμε | θα αγρευθούμε | να αγρευθούμε | |||
β' πληθ. | αγρευθήκατε | θα αγρευθείτε | να αγρευθείτε | αγρευθείτε | ||
γ' πληθ. | αγρεύθηκαν αγρευθήκαν(ε) |
θα αγρευθούν(ε) | να αγρευθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγρευθεί | είχα αγρευθεί | θα έχω αγρευθεί | να έχω αγρευθεί | αγρευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγρευθεί | είχες αγρευθεί | θα έχεις αγρευθεί | να έχεις αγρευθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγρευθεί | είχε αγρευθεί | θα έχει αγρευθεί | να έχει αγρευθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγρευθεί | είχαμε αγρευθεί | θα έχουμε αγρευθεί | να έχουμε αγρευθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγρευθεί | είχατε αγρευθεί | θα έχετε αγρευθεί | να έχετε αγρευθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγρευθεί | είχαν αγρευθεί | θα έχουν αγρευθεί | να έχουν αγρευθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυνηγώ
→ δείτε τη λέξη κυνηγώ |
υπονομεύω σε παγίδα
|
ψάχνω επίμονα
|