Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
hunt
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ρήμα
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
2
Εσθονικά
(et)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
hunt
(en)
κυνηγώ
(έχω βγει για κυνήγι)
ψάχνω
να
βρω
κάτι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hunt
(en)
το
κυνήγι
(η ενέργεια, η κυνηγετική εξόρμηση)
Συγγενικά
επεξεργασία
hunter
huntress
hunting
hunt saboteur
huntsman
treasure hunt
witch-hunt
Εσθονικά
(et)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hunt
(et)
(
θηλαστικό ζώο
)
λύκος