dur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dur | durs |
θηλυκό | dure | dures |
dur (fr)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdur (pl) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dur | durs |
θηλυκό | dure | dures |
dur (fr)
dur (pl) αρσενικό