Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
buffet
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.4
Ετυμολογία
2
1.5
Προφορά
1.6
Ρήμα
1.7
Πηγές
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
1
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
bəˈfeɪ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
buffet
buffets
buffet
(en)
ο
μπουφές
⮡
Guests served themselves at the
buffet
.
Οι καλεσμένοι σερβιρίστηκαν μόνοι τους στον
μπουφέ
.
Ετυμολογία
2
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈbʌfɪt
/
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
buffet
γ΄
ενικό
ενεστώτα
buffets
αόριστος
buffeted
παθητική μετοχή
buffeted
ενεργητική
μετοχή
buffeting
buffet
(en)
(
συχνά στην παθητική φωνή
)
χτυπάω
κάποιον ή κάτι τραχιά από πλευρά σε πλευρά
⮡
We were
buffeted
by the rain and wind.
Μας
χτυπούσε
η βροχή κι ο άνεμος.
Πηγές
επεξεργασία
buffet (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
buffet (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
buffet
buffets
buffet
(fr)
αρσενικό
ο
μπουφές
, το
σερβάν
, η
σερβάντα
το
κυλικείο