Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
buffet buffets

buffet (en)

  • ο μπουφές
      Guests served themselves at the buffet.
    Οι καλεσμένοι σερβιρίστηκαν μόνοι τους στον μπουφέ.

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ενεστώτας buffet
γ΄ ενικό ενεστώτα buffets
αόριστος buffeted
παθητική μετοχή buffeted
ενεργητική μετοχή buffeting

buffet (en) (συχνά στην παθητική φωνή)

  • χτυπάω κάποιον ή κάτι τραχιά από πλευρά σε πλευρά
      We were buffeted by the rain and wind.
    Μας χτυπούσε η βροχή κι ο άνεμος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
buffet buffets

buffet (fr) αρσενικό

  1. ο μπουφές, το σερβάν, η σερβάντα
  2. το κυλικείο