θιγγάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θιγγάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
Ρήμα
επεξεργασίαθιγγάνω
- αγγίζω, πασπατεύω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 51 (50-51)
- ὅστις δέ μ᾽ εἶναί φησι μῶρον, εἰ λαβὼν | νέαν ἐς οἴκους παρθένον μὴ θιγγάνω,
- Κι όποιος ανόητο με νομίζει, που έχω βάλει | στο σπιτικό μου μια παρθένα χωρίς να την αγγίζω,
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ὅστις δέ μ᾽ εἶναί φησι μῶρον, εἰ λαβὼν | νέαν ἐς οἴκους παρθένον μὴ θιγγάνω,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 51 (50-51)
- (συνεκδοχικά)
- κερδίζω, καταφθάνω, επιτυγχάνω
- (μεταφορικά) (για τα συναισθήματα) ακουμπώ, συγκινώ
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 432
- πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ·
- πολλά μες στην καρδιά τους ᾽γγίζουν,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 432
- (με δοτική) βρίσκω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θιγγάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θιγγάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.