Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφθάνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφθάνω < κατα- + φθάνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈfθa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐φθά‐νω

καταφθάνω, πρτ.: κατέφθασα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φθάνω κάπου ξαφνικά ή απροειδοποίητα (κι ενίοτε προκαλώντας δυσαρέσκεια σ’ αυτούς που συναντώ)
  2. φθάνω κάπου στην ώρα μου
  3. φθάνω κάπου τελευταία στιγμή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφθάνω < κατα- + φθάνω

καταφθάνω