Ετυμολογία

επεξεργασία
in time <  δείτε τις λέξεις in και time

in time (en) (ιδιωματισμός)

  1. εγκαίρως, προλαβαίνω, προφταίνω, φτάνω έγκαιρα
      I'll take a nap. Will you wake me up in time for dinner?
    Θα πάρω έναν υπνάκο. Θα με ξυπνήσεις εγκαίρως για το δείπνο;
      If you had prepared in time, you would not now have the stress of exams.
    Αν είχες έγκαιρα προετοιμαστεί, δε θα είχες τώρα το άγχος των εξετάσεων.
      If we don’t get away in time
    Αν δεν προλάβουμε να το σκάσουμε…
      Don’t rush, we’ll get there in time.
    Μη βιάζεσαι, προφταίνουμε.
  2. με την πάροδο του χρόνου, εν καιρώ, συν τω χρόνω
      We will meet again in time.
    θα ξαναβρεθούμε εν καιρώ.
      In time we will get to know each other better.
    Συν τω χρόνω θα γνωριστούμε καλύτερα.
     αντώνυμα: all at once, never
  3. ρυθμικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία