in time
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin time (en) (ιδιωματισμός)
- εγκαίρως, προλαβαίνω, φτάνω έγκαιρα
- ⮡ I'll take a nap. Will you wake me up in time for dinner?
- Θα πάρω έναν υπνάκο. Θα με ξυπνήσεις εγκαίρως για το δείπνο;
- ⮡ If you had prepared in time, you would not now have the stress of exams.
- Αν είχες έγκαιρα προετοιμαστεί, δε θα είχες τώρα το άγχος των εξετάσεων.
- ⮡ If we don’t get away in time…
- Αν δεν προλάβουμε να το σκάσουμε…
- ⮡ I'll take a nap. Will you wake me up in time for dinner?
- με την πάροδο του χρόνου, εν καιρώ, συν τω χρόνω
- ⮡ We will meet again in time.
- θα ξαναβρεθούμε εν καιρώ.
- ⮡ In time we will get to know each other better.
- Συν τω χρόνω θα γνωριστούμε καλύτερα.
- ≠ αντώνυμα: all at once, never
- ⮡ We will meet again in time.
- ρυθμικά