Δείτε επίσης: ἐν καιρῷ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εν καιρώ < (καθαρεύουσα ) ἐν καιρῷ (δοτική ενικού του καιρός) → δείτε τις λέξεις εν και καιρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν καιρώ

  • (λόγιο) αργότερα, στο μέλλον, κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή
    ⮡  θα ξαναβρεθούμε εν καιρώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία