Επίρρημα

επεξεργασία

never (en) (χωρίς παραθετικά)

  • δεν…ποτέ, καμία φορά, σε κανένα χρονικό διάστημα
    ⮡  almost never - σχεδόν ποτέ
    ⮡  I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
    ⮡  I had never promised you a new bike.
    Ποτέ δε σου είχα υποσχεθεί νέο ποδήλατο.
    ⮡  Never ever have I seen him so tired.
    Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο κουρασμένο.
    ⮡  We meet at work, but never socially.
    Συναντιόμαστε στη δουλειά, αλλά ποτέ κοινωνικά.