εγκαίρως
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
εγκαίρως < έγκαιρος
Επίρρημα Επεξεργασία
εγκαίρως (χρονικό)
- στην κατάλληλη στιγμή, πριν τη λήξη μιας προθεσμίας ή διορίας ή πριν να είναι πολύ αργά
- προσπαθήστε να είστε εγκαίρως στο αεροδρόμιο, γιατί διαφορετικά δεν θα σας επιτρέψουν να επιβιβαστείτε