γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σφιγκτός σφιγκτή τὸ σφιγκτόν
      γενική τοῦ σφιγκτοῦ τῆς σφιγκτῆς τοῦ σφιγκτοῦ
      δοτική τῷ σφιγκτ τῇ σφιγκτ τῷ σφιγκτ
    αιτιατική τὸν σφιγκτόν τὴν σφιγκτήν τὸ σφιγκτόν
     κλητική ! σφιγκτέ σφιγκτή σφιγκτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σφιγκτοί αἱ σφιγκταί τὰ σφιγκτᾰ́
      γενική τῶν σφιγκτῶν τῶν σφιγκτῶν τῶν σφιγκτῶν
      δοτική τοῖς σφιγκτοῖς ταῖς σφιγκταῖς τοῖς σφιγκτοῖς
    αιτιατική τοὺς σφιγκτούς τὰς σφιγκτᾱ́ς τὰ σφιγκτᾰ́
     κλητική ! σφιγκτοί σφιγκταί σφιγκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σφιγκτώ τὼ σφιγκτᾱ́ τὼ σφιγκτώ
      γεν-δοτ τοῖν σφιγκτοῖν τοῖν σφιγκταῖν τοῖν σφιγκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφιγκτός < σφίγγ(ω)+ -τός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: σφικτός νέα ελληνικά: σφιχτός

  Επίθετο

επεξεργασία

σφιγκτός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σφίγγω