Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφιχτοδεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σφιχτοδεμέν
ος
η
σφιχτοδεμέν
η
το
σφιχτοδεμέν
ο
γενική
του
σφιχτοδεμέν
ου
της
σφιχτοδεμέν
ης
του
σφιχτοδεμέν
ου
αιτιατική
τον
σφιχτοδεμέν
ο
τη
σφιχτοδεμέν
η
το
σφιχτοδεμέν
ο
κλητική
σφιχτοδεμέν
ε
σφιχτοδεμέν
η
σφιχτοδεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σφιχτοδεμέν
οι
οι
σφιχτοδεμέν
ες
τα
σφιχτοδεμέν
α
γενική
των
σφιχτοδεμέν
ων
των
σφιχτοδεμέν
ων
των
σφιχτοδεμέν
ων
αιτιατική
τους
σφιχτοδεμέν
ους
τις
σφιχτοδεμέν
ες
τα
σφιχτοδεμέν
α
κλητική
σφιχτοδεμέν
οι
σφιχτοδεμέν
ες
σφιχτοδεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σφιχτοδεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σφιχτοδένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφιχτοδεμένος
γαλλικά
: au
corps
(fr)
ferme
(fr)