σφιχτοδένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασφιχτοδένω (παθητική φωνή: σφιχτοδένομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- σφιχτοδεμένος
- σφιχτοδετά
- σφιχτόδετος / σφιχτοδετός
- → δείτε τις λέξεις σφιχτός και δένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφιχτοδένω
|