ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφιγκτήρ οἱ σφιγκτῆρες
      γενική τοῦ σφιγκτῆρος τῶν σφιγκτήρων
      δοτική τῷ σφιγκτῆρ τοῖς σφιγκτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σφιγκτῆρ τοὺς σφιγκτῆρᾰς
     κλητική ! σφιγκτήρ σφιγκτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφιγκτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  σφιγκτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφιγκτήρ < σφιγκ-, θέμα του σφίγγω + -τήρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία