ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφιγκτήρ οἱ σφιγκτῆρες
      γενική τοῦ σφιγκτῆρος τῶν σφιγκτήρων
      δοτική τῷ σφιγκτῆρ τοῖς σφιγκτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σφιγκτῆρ τοὺς σφιγκτῆρᾰς
     κλητική ! σφιγκτήρ σφιγκτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφιγκτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  σφιγκτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφιγκτήρ < σφιγκ-, θέμα του σφίγγω + -τήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφιγκτήρ, -ῆρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. επίδεσμος, μαντίλι
  2. σφιγκτήρας μυς