• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σφιγμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφιγμένος η σφιγμένη το σφιγμένο
      γενική του σφιγμένου της σφιγμένης του σφιγμένου
    αιτιατική τον σφιγμένο τη σφιγμένη το σφιγμένο
     κλητική σφιγμένε σφιγμένη σφιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφιγμένοι οι σφιγμένες τα σφιγμένα
      γενική των σφιγμένων των σφιγμένων των σφιγμένων
    αιτιατική τους σφιγμένους τις σφιγμένες τα σφιγμένα
     κλητική σφιγμένοι σφιγμένες σφιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφίγγω

Μετοχή

επεξεργασία

σφιγμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη σφίγγω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σφιγμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σφιγμένος&oldid=5518142"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:02

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:02.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας