σφίχτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σφίχτης | οι | σφίχτες |
γενική | του | σφίχτη | των | σφιχτών |
αιτιατική | τον | σφίχτη | τους | σφίχτες |
κλητική | σφίχτη | σφίχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφίχτης αρσενικό
- γυμνασμένος, που σφίγγει τους μυς του για να τους επιδεικνύει