Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφίχτης οι σφίχτες
      γενική του σφίχτη των σφιχτών
    αιτιατική τον σφίχτη τους σφίχτες
     κλητική σφίχτη σφίχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφίχτης < σφίγγω (θέμα σφιχτ-) + -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφίχτης αρσενικό

  • γυμνασμένος, που σφίγγει τους μυς του για να τους επιδεικνύει
    ※  30 λόγοι που σου δίνουν τον τίτλο «Ο σφίχτης του καλοκαιριού» [1]
    ※  Aυτός ο «Σκληρός» Σφίχτης Είναι Ακριβώς ο Τύπος που Σιχαινόμαστε στο Γυμναστήριο [2]
    ※  Ο σφίχτης κοντοστάθηκε μόλις έφτασε στον βράχο. Δεν την είχε δει [3]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. lifo.gr, πρόσβαση 6/4/2019
  2. vice.com, πρόσβαση 6/4/2019
  3. @books.google Harlan Coben, Μου λείπεις Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ. Εκδ. Μεταίχμιο], πρόσβαση 6/4/2019