μποντιμπιλντεράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποντιμπιλντεράς < (άμεσο δάνειο) αγγλική bodybuilder + -άς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποντιμπιλντεράς αρσενικό
- αυτός που συντηρεί υπερτροφικούς μύες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μποντιμπιλντεράς