γυμνασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γυμνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυμνάζω
Μετοχή
επεξεργασία
γυμνασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνασμένος
|