Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυμνασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γυμνασμέν
ος
η
γυμνασμέν
η
το
γυμνασμέν
ο
γενική
του
γυμνασμέν
ου
της
γυμνασμέν
ης
του
γυμνασμέν
ου
αιτιατική
τον
γυμνασμέν
ο
τη
γυμνασμέν
η
το
γυμνασμέν
ο
κλητική
γυμνασμέν
ε
γυμνασμέν
η
γυμνασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γυμνασμέν
οι
οι
γυμνασμέν
ες
τα
γυμνασμέν
α
γενική
των
γυμνασμέν
ων
των
γυμνασμέν
ων
των
γυμνασμέν
ων
αιτιατική
τους
γυμνασμέν
ους
τις
γυμνασμέν
ες
τα
γυμνασμέν
α
κλητική
γυμνασμέν
οι
γυμνασμέν
ες
γυμνασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυμνασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γυμνάζω
Μετοχή
επεξεργασία
γυμνασμένος
που έχει γυμναστεί, που έχει υποβληθεί σε
τακτική
σωματική ή πνευματική
άσκηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνασμένος