Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτοχέρης η ανοιχτοχέρα το ανοιχτοχέρικο
      γενική του ανοιχτοχέρη της ανοιχτοχέρας του ανοιχτοχέρικου
    αιτιατική τον ανοιχτοχέρη την ανοιχτοχέρα το ανοιχτοχέρικο
     κλητική ανοιχτοχέρη ανοιχτοχέρα ανοιχτοχέρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτοχέρηδες οι ανοιχτοχέρες τα ανοιχτοχέρικα
      γενική των ανοιχτοχέρηδων των ανοιχτοχέρικων
    αιτιατική τους ανοιχτοχέρηδες τις ανοιχτοχέρες τα ανοιχτοχέρικα
     κλητική ανοιχτοχέρηδες ανοιχτοχέρες ανοιχτοχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοιχτοχέρης < ανοιχτός + -ο- + χέρι + -ης

  Επίθετο επεξεργασία

ανοιχτοχέρης

  1. που ξοδεύει λεφτά χωρίς να τα λυπάται
  2. (κατ’ επέκταση) σπάταλος
     συνώνυμα: σκορποχέρης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία