ανοιχτοχέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανοιχτοχέρης | η | ανοιχτοχέρα | το | ανοιχτοχέρικο |
γενική | του | ανοιχτοχέρη | της | ανοιχτοχέρας | του | ανοιχτοχέρικου |
αιτιατική | τον | ανοιχτοχέρη | την | ανοιχτοχέρα | το | ανοιχτοχέρικο |
κλητική | ανοιχτοχέρη | ανοιχτοχέρα | ανοιχτοχέρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανοιχτοχέρηδες | οι | ανοιχτοχέρες | τα | ανοιχτοχέρικα |
γενική | των | ανοιχτοχέρηδων | — | των | ανοιχτοχέρικων | |
αιτιατική | τους | ανοιχτοχέρηδες | τις | ανοιχτοχέρες | τα | ανοιχτοχέρικα |
κλητική | ανοιχτοχέρηδες | ανοιχτοχέρες | ανοιχτοχέρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανοιχτοχέρης
- που ξοδεύει λεφτά χωρίς να τα λυπάται
- (κατ’ επέκταση) σπάταλος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανοιχτοχέρης