Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χουβαρντάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Συγγενικά
1.2.5
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χουβαρντ
άς
οι
χουβαρντ
άδες
γενική
του
χουβαρντ
ά
των
χουβαρντ
άδων
αιτιατική
τον
χουβαρντ
ά
τους
χουβαρντ
άδες
κλητική
χουβαρντ
ά
χουβαρντ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χουβαρντάς
< (
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
hovarda
(
σπάταλος
) <
περσική
خورده
(
khwārdā
,
φαγωμένος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χουβαρντάς
αρσενικό
που δεν
τσιγκουνεύεται
, όταν πρόκειται να κάνει
δώρα
, να
κεράσει
κ.λπ.
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κουβαρντάς
χουβαρδάς
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανοιχτοχέρης
γαλαντόμος
γενναιόδωρος
Αντώνυμα
επεξεργασία
τσιγκούνης
Συγγενικά
επεξεργασία
χουβαρνταλίκι
/
κουβαρνταλίκι
χουβαρντού
/
κουβαρντού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χουβαρντάς
γαλλικά
:
dépensier
(fr)
τουρκικά
:
hovarda
(tr)
,
çapkın
(tr)