↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουβαρντάς οι χουβαρντάδες
      γενική του χουβαρντά των χουβαρντάδων
    αιτιατική τον χουβαρντά τους χουβαρντάδες
     κλητική χουβαρντά χουβαρντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χουβαρντάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική hovarda (σπάταλος) < περσική خورده (khwārdā, φαγωμένος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χουβαρντάς αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία